καθιερωμένων — καθιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) καθιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) καθιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) καθιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιερωμένων — ἀνιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀνιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀνιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀνιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιερωμένων — ἀφιερόω hallow pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀφιερόω hallow pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀφιερόω hallow pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀφιερόω hallow pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀ̱φιερωμένων ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωμένων — ἱεράομαι to be a priest pres part mp fem gen pl ἱεράομαι to be a priest pres part mp masc/neut gen pl ἱεράζω serve as priest fut part mid fem gen pl ἱεράζω serve as priest fut part mid masc/neut gen pl ἱερόω consecrate pres part mp fem gen pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Μαρία Θηρεσία — I (Maria Theresia, Βιέννη 1717 – 1780). Αυτοκράτειρα της Αυστρίας (1745 80), βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Βοημίας (1740 80). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ’ και έλαβε επιμελημένη μόρφωση. Αν και γυναίκα, απέκτησε δικαιώματα στον θρόνο… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος Αύγουστος — I Όνομα βασιλιάδων της Σαξονίας. 1. Φ.Α. A’ o Δίκαιος (1763 – 1827). Γιος και διάδοχος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Χριστιανού, βασίλεψε αρχικά με την κηδεμονία του θείου του πρίγκιπα Ξαβιέρου. Το 1778 ανέλαβε μόνος του την εξουσία, την οποία άσκησε … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος Γουλιέλμος — Όνομα ενός εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και 4 βασιλιάδων της Πρωσίας. 1. Φ.Γ. (Βερολίνο 1620 Πότσδαμ 1688). Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας, γνωστός ως Μεγάλος Εκλέκτορας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου B’ και της Ελισάβετ… … Dictionary of Greek