ἐρωμένων

ἐρωμένων
ἐράομαι
love
pres part mp fem gen pl
ἐράομαι
love
pres part mp masc/neut gen pl
ἐράω 1
love
pres part mp fem gen pl
ἐράω 1
love
pres part mp masc/neut gen pl
ἐράω 1
love
pres part pass fem gen pl
ἐράω 1
love
pres part pass masc/neut gen pl
ἐράω 2
pour forth
pres part mp fem gen pl
ἐράω 2
pour forth
pres part mp masc/neut gen pl
ἐρώμενος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθιερωμένων — καθιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) καθιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) καθιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) καθιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιερωμένων — ἀνιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀνιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀνιερόω dedicate pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀνιερόω dedicate pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιερωμένων — ἀφιερόω hallow pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀφιερόω hallow pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀφιερόω hallow pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἀφιερόω hallow pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀ̱φιερωμένων ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωμένων — ἱεράομαι to be a priest pres part mp fem gen pl ἱεράομαι to be a priest pres part mp masc/neut gen pl ἱεράζω serve as priest fut part mid fem gen pl ἱεράζω serve as priest fut part mid masc/neut gen pl ἱερόω consecrate pres part mp fem gen pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Θηρεσία — I (Maria Theresia, Βιέννη 1717 – 1780). Αυτοκράτειρα της Αυστρίας (1745 80), βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Βοημίας (1740 80). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ’ και έλαβε επιμελημένη μόρφωση. Αν και γυναίκα, απέκτησε δικαιώματα στον θρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Αύγουστος — I Όνομα βασιλιάδων της Σαξονίας. 1. Φ.Α. A’ o Δίκαιος (1763 – 1827). Γιος και διάδοχος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Χριστιανού, βασίλεψε αρχικά με την κηδεμονία του θείου του πρίγκιπα Ξαβιέρου. Το 1778 ανέλαβε μόνος του την εξουσία, την οποία άσκησε …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Γουλιέλμος — Όνομα ενός εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου και 4 βασιλιάδων της Πρωσίας. 1. Φ.Γ. (Βερολίνο 1620 Πότσδαμ 1688). Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου και δούκας της Πρωσίας, γνωστός ως Μεγάλος Εκλέκτορας, γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου B’ και της Ελισάβετ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”